- βαλαροί
- βαλαρόςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βαλαροί — Αρχαία πόλη της Σαρδηνίας, που χτίστηκε από Αφρικανούς και Ισπανούς μισθοφόρους των Καρχηδονίων, που επαναστάτησαν γιατί διαφώνησαν μαζί τους στη διανομή των λάφυρων. Η λέξη Β. σημαίνει φυγάδες … Dictionary of Greek